κτυπώ

κτυπώ
(ε) 1. μετ.
1) бить, ударять; стучать; хлопать (руками); топать (ногами); 2) бить (о часах); 3) заколачивать, забивать (гвозди); 4) ковать, выковывать; 5) бить, колотить, избивать (кого-л.); 6) воен, нападать, наносить, удар; 7) поражать (цель), попадать (из огнестрельного оружия), подстрелить, подбить (тж. об охотнике); ранить; 8) перен. нападать, обрушиваться (о горе, болезни; тж. о ком-л.с нападками, укорами); 9) сбивать (сливки и т. п.); 10) действовать пагубно; 11) бить (тревогу, отбой);

§ κτυπώ πίσω — отбрасывать назад (что-л.), задерживать созревание, развитие (чего-л.);

κτυπ τό κεφάλι μου — жалеть, раскаиваться;

2. αμετ.
1) звонить (о колоколе, звонке); ударять (о громе); 2) биться, пульсировать (о сердце); 3) стукаться, ударяться; ушибаться; 4) перен. производить впечатление;

κτυπάει άσχημα — иметь плохой резонанс;

5) стучаться, стучать (в дверь и т. п.);

§ τό σπίτι μας το κτυπά ο ήλιος όλη μέρα — в нашем доме весь день солнце;

κτυπα η καρδιά μου — а) тревожиться, беспокоиться; — бояться, опасаться; — б) иметь сердцебиение;

κτυπά στο κεφάλι — ударяет в голову (о вине);

κτυπά στο μάτι — бросается в глаза;

μου κτυπα στα νεύρα — мне действует на нервы;

μου το κτύπησε κατά πρόσωπο он мне это прямо в глаза сказал;

βρίστηκαν και κτυπήθηκαν — они поссорились и подрались;

παρ' τον ένα και κτύπα τον άλλον а) два сапога —пара; б) оба они хороши;
μου κτύπησε πεντακόσιες δραχμές он у меня стащил пятьсот драхм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "κτυπώ" в других словарях:

  • κτυπώ — → δες χτυπώ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κτυπώ — (AM κτυπῶ, έω) βλ. χτυπώ …   Dictionary of Greek

  • κτυπῶ — κτυπέω crash pres subj act 1st sg (attic epic doric) κτυπέω crash pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπῳ — κτύπος crash masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπωι — κτύπῳ , κτύπος crash masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδοκτυπώ — άω / ποδοκτυπῶ έω, ΝΜ, και ποδοχτυπώ Ν νεοελλ. (για υποζύγια) σηκώνω και χτυπώ έντονα τα μπροστινά πόδια στο έδαφος, ενώ είμαι σταματημένος μσν. (για χορευτή) χτυπώ δυνατά τα πόδια στο δάπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κτυπῶ (< κτύπος <… …   Dictionary of Greek

  • ρινοκτυπώ — έω, ΜΑ ξεφυσώ δυνατά, κάνω δυνατό θόρυβο με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κτυπῶ (< κτύπος < κτυπῶ), πρβλ. ποδο κτυπώ] …   Dictionary of Greek

  • κτύπημα — και χτύπημα, το (AM κτύπημα) [κτυπώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κτυπώ, ήχος, κτύπος, κρότος, θόρυβος που προέρχεται από πλήγμα, κρούση, σύγκρουση κ.λπ. (α. «το κτύπημα τής καμπάνας τόν ξύπνησε» β. «κτύπημα τυμπάνων και κυμβάλων», Δίων Κ …   Dictionary of Greek

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • σφυροκτυπώ — έω, ΜΑ χτυπώ με τη σφύρα, σφυροκοπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + κτυπῶ (< κτυπος < κτύπος), πρβλ. ποδο κτυπώ] …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»